Μια φορά κι ένα καιρό σε ένα μακρινό τόπο ήταν ένα κοριτσάκι που το έλεγαν «Δροσοστάλαχτη». Ήταν ένα πολύ γλυκό κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά και ροδοκόκκινα μάγουλα. Είχε όμως μια μεγάλη διαφορά από τα άλλα παιδάκια της ηλικίας της. Η Δροσοστάλακτη μπορούσε να δει τις νεράιδες που υπήρχαν στο δάσος.
.
Κάθε απόγευμα πήγαινε να δει τις φίλες της τις νεράιδες. Περνούσε πολύ καλά μαζί τους. Της λέγανε ιστορίες από την νεραϊδοχώρα, της εξιστορούσαν παραμύθια που ο χρόνος είχα ξεχάσει και της μάθαιναν τα μυστικά τους. Αλλά και από την πλευρά της και η Δροσοστάλακτη έκανε ότι μπορούσε για να τις ευχαριστήσει. Μάζευε την πρωινή πάχνη από το φύλλωμα των δέντρων και τους την πρόσφερε, επειδή ήξερε πόσο τους αρέσει. Τους μετέφερε κι αυτή τις λιγοστές γνώσεις που είχε για τον κόσμο των ανθρώπων και τους εξηγούσε πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε άντρες και γυναίκες.
.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πως γίνεται στην νεραιδοχώρα να μην υπάρχουν φύλα. Έτσι περνούσαν τα χρόνια και η Δροσοστάλαχτη μεγάλωνε, πάντα συντροφιά με τις φίλες της. Είχε σχεδόν απορρίψει τον ανθρώπινο κόσμο, γιατί είχε δει τον πόνο που της προσέφερε. Προτιμούσε λοιπόν να ζει με τα παραμύθια και τις ιστορίες από τον κόσμο των ξωτικών. Ώσπου ένα καλοκαίρι έγινε κάτι πρωτόγνωρο. Το κορίτσι το κατάλαβε με το που μπήκε στο δάσος. Πιο πολύ το ένιωσε παρά το είδε. Κάποιος ήταν στο δάσος. Κάποιος άλλος, ένας ξένος, καθόταν στο ξέφωτο. Φαινόταν σαν να είχε σταθεί να ξαποστάσει. Η Δροσοστάλακτη πλησίασε με προσοχή.
.
Και τότε τον είδε. Ήταν ένα αγόρι, το ωραιότερο που είχε δει ποτέ. Πλησίασε πιο πολύ και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν ένα περίεργο, απόκοσμο βλέμμα. Σαν να μην την έβλεπαν. Σαν να ήταν αόρατη. Του μίλησε, αλλά δεν πήρε απόκριση. Τον ακούμπησε, αλλά ο νεαρός δεν αντέδρασε καθόλου. Η Δροσοστάλακτη δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί στον νεαρό. Απόμεινε να τον κοιτάζει. Και ήταν όμορφος, ότι πιο όμορφο είχε αντικρίσει στη ζωή της.
.
Κάθισε πολλές ώρες δίπλα του. Δίχως να μιλάει, φοβόταν ακόμα και να ανασάνει, μήπως και εξαφανιζόταν ο νεαρός. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και στο ξέφωτο ίσα που έφταναν οι τελευταίες ακτίνες του, κάνοντας την να πιστεύει πως αυτό που βλέπει δεν είναι παρά μια σκιά, ένα όνειρο. Τότε ήταν που ήρθαν οι φίλες της, οι νεράιδες. Έτρεξε προς το μέρος τους και τους ζήτησε να βοηθήσουν το αγόρι. Να τον βγάλουν από τον αέναο ύπνο του. Εκείνες όμως γέλασαν και της είπαν ότι αυτό ήταν αδύνατο. Ότι τα όμορφα αγόρια που μπαίνουν στο δάσος αυτό παθαίνουν. Οι νεράιδες επειδή ζηλεύουν την ομορφιά τους, τους παίρνουν τα λογικά και τη μιλιά, προκειμένου να μην τους χάσουν ποτέ.
.
Η Δροσοστάλακτη έκλαψε, ικέτεψε τις νεράιδες να δώσουν πίσω τη ψυχή του στον νεαρό, όμως δεν γινόταν τίποτα. Είχε απελπιστεί, αλλά δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια. Ήταν σίγουρη πως κάποια λύση θα υπήρχε. Η μεγαλύτερη των νεραϊδων της είπε: «Γιατί νοιάζεσαι τόσο; Δεν είναι παρά μόνο ένας άνθρωπος. Ανήκει κι αυτός στον κόσμο σου. Σε αυτούς που σε πληγώνουν και σε εκμεταλλεύονται. Γιατί λοιπόν ενδιαφέρεσαι να επιστρέψει στον κόσμο σας»;
.
Η Δροσοστάλακη της αποκρίθηκε αβίαστα: «Κάνεις λάθος, είδα στα μάτια του την ευγένεια, ένιωσα την καθαρότητα της ψυχής του. Δεν αξίζει τέτοια τύχη. Πρέπει να τον αφήσετε να επιστρέψει στον ανθρώπινο κόσμο. Εδώ θα είναι δυστυχισμένος. Το πνεύμα του δεν μπορεί να περιοριστεί στην νεραϊδοχώρα».
Η νεράιδα έμεινε αμίλητη και την κοιτούσε σκεπτική. Ύστερα από αρκετή ώρα της απάντησε: «Για να γίνει αυτό που ζητάς, θα πρέπει να μας δώσεις κάτι για αντάλλαγμα». Η κοπέλα την κοίταξε θαρρετά στα μάτια. Ήξερε πως το αντάλλαγμα δεν θα ήταν κάτι μικρό. «Θα κάνω ό,τι χρειάζεται», απάντησε. «Θέλουμε το όνομά σου, κι ότι αυτό συνεπάγεται», ήρθε η απάντηση από την νεράιδα, «θέλουμε την τρυφερότητα σου, την αγάπη σου για τους άλλους, την ευαισθησία σου. Θέλουμε την ψυχή σου, προκειμένου να δώσουμε πίσω την ψυχή του αγοριού». Η Δροσοστάλακτη δεν δίστασε καθόλου. «Πάρτε ό,τι θέλετε» είπε μόνο.
.
Από εκείνη τη μέρα κάθε βράδυ ένας πανέμορφος άντρας τριγυρνούσε στο δάσος, ψάχνοντας μια κοπέλα, τόσο όμορφη που έμοιαζε με νεράιδα. Δεν ήξερε το πώς και το γιατί, αλλά ήταν σίγουρος πως η κοπέλα αυτή ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να του συμβεί. Ώσπου ένα βράδυ οι νεράιδες τους λυπήθηκαν. Δεν το καταλάβαιναν, άλλωστε οι νεράιδες δεν μπορούν να αγαπήσουν, όμως έβλεπαν ότι αυτό που ένωνε αυτούς τους δύο ήταν πιο δυνατό από αυτές. Έτσι αποφάσισαν και τους έκαναν ξωτικά. Μπήκαν και οι δύο στη νεραϊδοχώρα, προκειμένου η αγάπη τους να ζήσει αιώνια.
3 σχόλια:
Αχ τι ωραία, κι εγώ ονειρεύτηκα τον Χιου Λώρι και ξύπνησα καυλωμένη.
Μπήκε η άνοιξη
ό,τι του φανεί του λωλοστεφανή..!!
Δημοσίευση σχολίου